πλινθιακός

πλινθιακός
πλινθ-ιακός, ή, όν,
A of or for bricks: ὁ π., = πλινθευτής, D.L.4.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλινθιακός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθιακός πλινθευτής, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. τού πλίνθος (πρβλ. θηρ ιακός: θηρ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • πλινθιακούς — πλινθιακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”