- πλινθιακός
- πλινθ-ιακός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθιακός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθιακός πλινθευτής, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. τού πλίνθος (πρβλ. θηρ ιακός: θηρ ίον)] … Dictionary of Greek
πλινθιακούς — πλινθιακός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)